- μπληγούρι
- και μπλιγούρι, τοβλ. πλιγούρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθάρη — ἀθάρη, η και ἀθήρη, η (Α) χοντροαλεσμένο σιτάρι και ο πηχτός ζωμός που παρασκευάζεται από αυτό, πιθ. το νεοελλ. χόντρος ή μπληγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνειο αιγυπτιακό. ΠΑΡ. ἀθαρώδης, ἀθήρωμα] … Dictionary of Greek
πλιγούρι — και μπληγούρι και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και μπλουγούρι και μπουλγούρι και πνιγούρι, το, Ν 1. χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σούπας ή άλλων φαγητών 2. το φαγητό που παρασκευάζεται… … Dictionary of Greek
χονδροκοπείον — ή χονδροκόπιον, τὸ, Α ο μύλος στον οποίο άλεθαν τους χόνδρους, το μπληγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος «χοντροαλεσμένο σιτάρι» + κοπεῖον / κόπιον (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ἀργυρο κοπεῖον / κόπιον] … Dictionary of Greek
χόνδρον — τὸ, ΜΑ μσν. ανθεκτικός, ελαστικός ζωικός ιστός, χόνδρος αρχ. χοντροαλεσμένο σιτάρι, μπληγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τής λ. χόνδρος, με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek
χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek
ψουρούθι — και ψουρούκι, το, Ν (διαλ. τ.) 1. μπληγούρι 2. (κατ επέκτ.) το φαγητό που παρασκευάζεται από αυτό το υλικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. διαλ. προελεύσεως] … Dictionary of Greek